φέρτρυς

φέρτρυς
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Θουρίους) «ἆθλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + επίθημα -τύς (πρβλ. κλι-τύς, ὀρχησ-τύς) με αφομοιωτική ανάπτυξη -ρ- στην κατάλ. Για τη σημασιολογική σχέση τού τ. φέρτρυς
ἆθλος με το ρ. φέρω πρβλ. τις φρ. ἄεθλον φέρεσθαι, τά νικητήρια φέρειν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”